- ρυθμολόγος
- ο, η, Νο μελετητής τών διαφόρων ειδών ρυθμών, αυτός που ασχολείται με τη ρυθμολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhythmologist (< ρυθμός + -λόγος*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ρυθμογράφος — ο / ῥυθμογράφος, ον, ΝΜΑ αυτός που πραγματεύεται για τους ρυθμούς και για τα μέτρα ή αυτός ο οποίος περιγράφει τους ρυθμούς και τα μέτρα, ο ρυθμολόγος νεοελλ. αυτός που γράφει ή συνθέτει κάτι που ανταποκρίνεται σε έναν ορισμένο ρυθμό. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ρυθμολογία — η, Ν 1. μελέτη τών ποιητικών, μουσικών ή ρητορικών ρυθμών 2. πραγματεία για τους ρυθμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κων. Σάθα] … Dictionary of Greek